- ιόεις
- (I)ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) [ίον]αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.).————————(II)ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) [ιός (III)]ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός, («ἰόεσσαι ἄκανθαι», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.